φιλόπαππος

φιλόπαππος
φιλόπαππος
loving one's grandfather
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλόπαππος — ὁ, Α αυτός που αγαπά τον παππού του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πάππος] …   Dictionary of Greek

  • Φιλόπαππος, Γάιος Ιούλιος Αντίοχος — Συριακής καταγωγής, εγγονός του τελευταίου βασιλιά της Κομμαγηνής Αντίοχου Δ’ του Επιφανούς. Μεταξύ 75 – 76 και 87 – 88 μ.Χ., υπήρξε αγωνοθέτης στην Αθήνα και Αθηναίος πολίτης. Από αυτόν πήρε το όνομά του ο λόφος των Μουσών που βρίσκεται απέναντι …   Dictionary of Greek

  • φιλοπάππου — φιλόπαππος loving one s grandfather masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόπαππε — φιλόπαππος loving one s grandfather masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόπαππον — φιλόπαππος loving one s grandfather masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Philopappos Monument — General view of the Philopappos Monument on top of Mouseion Hill …   Wikipedia

  • ολόπαππος — ὁλόπαππος, ὁ (Α) (αμφβλ. λ. σε επιγραφή στην οποία χρησιμοποιείται ως λογοπαίγνιο τού ον. Φιλόπαππος) ο εξ ολοκλήρου παππούς, ο πλήρης παππούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + πάππος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”